Search

Απόκριες

«Σήμερα είναι Αποκριές και γιορτάζουν οι γριές.

Και χορεύουν οι γερόντοι  σαν παλιάλογα στο αλώνι.

Και χορεύουν τα κορίτσια σαν αρνάκι σαν κατσίκα.

Και χορεύουν οι γριές με τις κόκκινες ποδιές.

Μια δε φόραγε ποδιά , δεν την πιάναν στο χορό.

Τρέχει, πάει σπίτι της.  Λούστηκε, χτενίστηκε, κάθεται στην πόρτα της. Πέρασε πραματευτής , πήρε πήχυ και χασέ, έφτιαξε κι αυτή ποδιά.

Στο χορό κατέβηκε, στη σειρά της πιάστηκε.

Σαν την είδε κι ένας νιος, θερμασιές τον πιάσανε.

Θερμασιές τον πιάσανε, ζάλες τον ταράξανε.

Γρήγορα γλυκό κρασί, να κεράσω το χορό, για την κόρη π? αγαπώ.»

 

Τις Αποκριές και τον « Καρνάβαλο» τα βιώνουμε και τα νιώθουμε ο καθένας με το δικό του τρόπο. Αυτό έχει να κάνει με το τι ακούσαμε, είδαμε και συμμετείχαμε από και με το δικό μας οικογενειακό  και κοινωνικό περιβάλλον στα δρώμενα των ημερών.

Είναι τυχεροί αυτοί που βίωσαν τις εμπειρίες των «Απόκρεω» στον τόπο τους καθώς στη μνήμη και στην ψυχή τους κράτησαν εικόνες χαράς και φαντασίας

 

Η περίοδος αυτή  συνδυάζεται με το έθιμο του « Καρνάβαλου»  που είναι η θεότητα της Αποκριάς. Είναι έθιμο του γλεντιού, της ψυχαγωγίας, του μασκαρέματος.

Για την προέλευσή του υπάρχουν πολλές εκδοχές. Απ? όπου όμως κι αν προέρχονται το βέβαιο  είναι ότι γιορτάζονταν και βιώνονταν δυναμικά από το λαό μας.

 

Κύριο χαρακτηριστικό των « Απόκρεω» ήταν οι μεταμφιέσεις, « οι μουτσούνες», οι οποίες συνδυάζονταν με αθυροστομίες, θεατρικούς διαλόγους,  παρουσίαση διαφόρων δρώμενων. Αναβίωναν προλήψεις, δεισιδαιμονίες, ακούγονταν άσεμνα τραγούδια, γίνονταν εικονικές δίκες.

 

Οι χριστιανοί αντάλλαζαν επισκέψεις, έβρισκαν την ευκαιρία  για επικοινωνία  και διασκέδαζαν. Μεταμφιέζονταν σε « μπούλες», οι άντρες ντύνονταν γυναίκες  και οι γυναίκες άντρες. Έφτιαχναν τις συντροφιές και γύριζαν σ? όλο το χωριό από σπίτι σε σπίτι. Αναπαρίσταναν ότι μπορεί να φανταστεί κανείς, γιατρούς  με τα γιατροσόφια τους, γέρους  και γριές με μπαστούνια , αρκουδιάρηδες με κρεμασμένες κουδούνες στη μέση τους για να γίνεται θόρυβος. Τους δεχόταν, τους κερνούσαν, ανταλλάσοντας αστεία και προσπαθούσαν με εύθυμο τρόπο να τους κάνουν να φανερώσουν την ταυτότητά τους.

 

 

«Μια παπαδιά  στον αργαλειό, κουνούσε τα ποδάρια

και με το νου της έλεγε και με το νου της λέει:

Δεν τονε θέλω τον παπά, τον τράγο με τα γένια

θέλω το τσοπανόπουλο που παίζει τη φλογέρα.

Πο?χει αρίδα και σταυρό οπού?  ναι παλικάρι.

Το παλικάρι το καλό θέλει καλή γυναίκα.

Του αρέσουν τα κεντήματα , τ? αρέσει και η ρόκα.

Το κέντημα είναι γλέντησμα και η ρόκα είναι σεργιάνι

Και το τσιρίκι κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη.

Να τ? ακούτε σεις οι νιες τέτοια λεν τις αποκριές.»

Τα βράδια, από νωρίς, μαζεύονταν στις γειτονιές, στα ξέφωτα , στις πλατείες, όπου άναβαν φωτιές. Εκεί « μπούλες» και μη,  μικροί και μεγάλοι χοροπηδώντας γύρω από τις φωτιές , τραγουδούσαν εύθυμα, έλεγαν πιπεράτα αστεία, αναπαρίσταναν φάσεις γενετήσιες.

 

Κατά τη διάρκεια των Απόκρεων « ελάμβανον χώραν » διάφορα λαϊκά δρώμενα. Το παραδοσιακό γαϊδουράκι, μεταμφιεσμένος άνθρωπος, με τους Γενίτσαρους δεξιά και αριστερά, ξεκινούσε από την πλατεία για να διαλαλήσει την αρχή του τριωδίου. Ακολουθούσε η αναπαράσταση του γάμου. Ο γαμπρός με το άλογό του , τους κουμπάρους και τους συμπεθέρους συναντιόταν με την πομπή της νύφης και γινόταν τρικούβερτο γλέντι. Ο επικεφαλής της πομπής, ο σταχτιάρης, κρατούσε ένα σακούλι  με στάχτη για να ρίχνει σε αυτούς που ήθελαν να παρεμποδίσουν το γάμο. Έτσι παρέμεινε η παροιμιακή φράση « μας έριξε στάχτη στα μάτια».

 

Μασκαράδες, διαβόλοι κακομούτσουνοι, με σχισμένα ρούχα ή προβιές και γουρουνοδέρματα ,ουρές κι κέρατα, με δρεπάνια και τσουγκράνες κι άλλα εργαλεία, διέσχιζαν τους δρόμους και καμωνόταν ότι παίρνουν ψυχές.  Πείραζαν όσους συναντούσαν. Σε μερικούς καβαλούσαν το σβέρκο όπως λέγεται ότι κάνει ο διάβολος.

Τα γλέντια ιδίως την τελευταία Αποκριά τελείωναν με το ψήσιμο του αυγού στη θράκα ή στη χόβολη, ένα για τον κάθε πεθαμένο του σπιτιού αλλά και για κάθε ζωντανό. Μερικά ίδρωναν και μερικά έσπαγαν. Το ιδρωμένο ήταν του τεμπέλη και αυτού που έσκαγε ήταν « οι οχτροί του» που σκάσανε από το κακό τους. Όσο πιο πολύ θόρυβο έκανε και διαλυόταν τόσο πιο τυχερός ήταν.

Οι κοπέλες έψηναν το αυγό τους και έβγαιναν  έξω κοιτώντας τον ουρανό σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Αν το αστέρι τους μετακινούνταν τότε θα ξενιτεύονταν, αν όχι θα έμεναν για να παντρευτούν  εδώ στον τόπο τους.

 

 

«Κάτω στης Αξιάς τον κάμπο καλογέροι κάνουν γάμο. Καλογέροι και παπάδες  που ?σαν κανα δυο χιλιάδες.Κι ένας διάκος ο καημένος στέκει παραπονεμένος.

Έμπα διάκο μου στη μέση να διαλέξεις ποια σ? αρέσει. Κι αν διαλέξεις κοριτσάκι, μόσχος και γαρυφαλάκι. Κι αν διαλέξεις παντρεμένη, είναι καλομαθημένη. Κι αν διαλέξεις καμιά χήρα ψυχικό στην κακομοίρα.»

 

Το κοινό τραπέζι μεταξύ των συγγενών και φίλων γινόταν το βράδυ της τελευταίας Αποκριάς. Πρώτος ο παππούς καμάρωνε για τη γενιά του, έκανε το σταυρό του, ευχόταν «καλή Σαρακοστή», « και του χρόνου» , μαζί με ορμήνειες « ομόνοια και γεροσύνη», « γεροσύνη να έχουμε εμείς και τα ζα μας».

Τα αποφάγια του σπιτιού πήγαιναν στα τρία σημεία του χωραφιού ή τα έδεναν οι γυναίκες  σε τρεις κόμπους μέσα σε πατσαβούρες ενώ έλεγαν:

« Δένω την αλπού, τα φίδια, τις νυφίτσες, όλα τα σούρμενα και όλα τα πετούμενα».

Τα έβαζε στη ρίζα των βάτων ένα αρσενικό παιδί.

 

«Αυτές οι μέρες το? χουνε κι αυτές οι τρεις βδομάδες να τραγουδάνε τα παιδιά να χαίρονται οι  μανάδες. Ας τραγουδήσω, ας χαρώ. Του χρόνου ποιος το ξέρει, αν θα πεθάνω ή θα ζω ή θα? μαι σε άλλα μέρη.»

Διαλαλήστε το παιδιά!

Ήρθε η Αποκριά.

Η βδομάδα η Προφωνή

πρώτη είναι στη γραμμή

ετοιμάστε τη στολή.

 

Δεύτερη η Κρεατινή

Τσικνοπέμπτη και γιορτή.

Με μπριζόλα και ψητό

θα μυρίσει, θα τσικνίσει,

θα χορέψει το χωριό.

 

Τρίτη είναι η Τυρινή,

με ολόπαχο τυρί.

Με πίτες στο ταψί,

το τρελό το  καρναβάλι

φτάνει πια στην Καθαρή

 που ν? Δευτέρα γιορτινή.